ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Full diacritics: προσαναφεύγω | Medium diacritics: προσαναφεύγω | Low diacritics: προσαναφεύγω | Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΦΕΥΓΩ |
Transliteration A: prosanapheúgō | Transliteration B: prosanapheugō | Transliteration C: prosanafeygo | Beta Code: prosanafeu/gw |
A withdraw, become displaced, Sor.2.50.
Α
μετατοπίζομαι ή εκτοπίζομαι, αποσύρομαι ή αποχωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναφεύγω «φεύγω προς τα πάνω, διαφεύγω, ξεφεύγω»].