σίνδρων
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A mischievous, glossed by πονηρός, Phot.; also = δουλέκδουλος, Seleuc. ap. Ath.6.267c:—Hsch. also cites σινδρός, ὁ, in gen. pl.
Greek (Liddell-Scott)
σίνδρων: -ωνος, ὁ, = σιναρός ΙΙ, βλαπτικός, βλαβερός, Ἕρμων παρ’ Ἀθην. 267Β· ― ὡσαύτως = δουλέκδουλος, δηλ. ἀεὶ τὴν βλάβην τοῦ κυρίου του σχεδιάζων, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει σινδρός, ὁ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
πονηρός, ύπουλος, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σινδρός].