τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
Full diacritics: σακκοϋφάντης | Medium diacritics: σακκοϋφάντης | Low diacritics: σακκοϋφάντης | Capitals: ΣΑΚΚΟΫΦΑΝΤΗΣ |
Transliteration A: sakkoüphántēs | Transliteration B: sakkouphantēs | Transliteration C: sakkoyfantis | Beta Code: sakkou+fa/nths |
ου, ὁ, A saccarius, Gloss.; cf. σακχυφάντης.
ὁ, ΜΑ
τεχνίτης που υφαίνει σάκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-ϋφάντης].