σαρδών

From LSJ
Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδών Medium diacritics: σαρδών Low diacritics: σαρδών Capitals: ΣΑΡΔΩΝ
Transliteration A: sardṓn Transliteration B: sardōn Transliteration C: sardon Beta Code: sardw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,    A the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.

German (Pape)

[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

σαρδών: όνος ὁ Xen. v. l. = σαρδόνιον.