σεπτικός
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ή, όν, A reverential, of words, Id. s.v. ἠθεῖος, Suid. s.v. πάππα.
German (Pape)
[Seite 872] zur Verehrung gehörig, verehrend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σεπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν σέβας ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σεπτός
(για λέξη) αυτός που δηλώνει σεβασμό, εκτίμηση.