σκληρευνία

From LSJ
Revision as of 22:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρευνία Medium diacritics: σκληρευνία Low diacritics: σκληρευνία Capitals: ΣΚΛΗΡΕΥΝΙΑ
Transliteration A: sklēreunía Transliteration B: sklēreunia Transliteration C: sklirevnia Beta Code: sklhreuni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,    A the use of a hard bed, v.l. for σκληροκοιτίη, Hp.Vict.3.68.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = σκληροκοιτία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρευνία: Ἰων. –ίη, «ἡ χρῆσις σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.

Greek Monolingual

και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α
η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ευνία (< -εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ-ευνία].