σκληρευνία
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A the use of a hard bed, v.l. for σκληροκοιτίη, Hp.Vict.3.68.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, = σκληροκοιτία, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρευνία: Ἰων. –ίη, «ἡ χρῆσις σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.
Greek Monolingual
και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α
η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ευνία (< -εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ-ευνία].