σκανδαλιστής
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
English (LSJ)
οῦ, ὁ, prob. A acrobat who performed on a trapeze (σκάνδαλον), SIG847.5 (Delph., ii A.D.), v. Supp.Epigr.2.328. -ον, τό, trap or snare laid for an enemy, LXX Jo.23.13, 1 Ki.18.21, Ep.Rom.11.9, 1 Ep.Pet.2.7; prob. laid for animals, PCair.Zen.608.7 (iii B.C., written σκανδάνων, gen. pl.): metaph., stumbling-block, offence, scandal, Ev.Matt.18.7, Ev.Luc.17.1; σκάνδαλα ποιεῖσθαι PMasp.4.9 (vi A.D.). II v. σκανδαλιστής.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις πάνω σε τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον (για τη σημ. της λ. βλ. λ. σκάνδαλο) + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].