στροβίλη

From LSJ
Revision as of 23:01, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλη Medium diacritics: στροβίλη Low diacritics: στροβίλη Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΗ
Transliteration A: strobílē Transliteration B: strobilē Transliteration C: strovili Beta Code: strobi/lh

English (LSJ)

ἡ,    A plug of lint twisted into an oval shape like a pinecone, Hp.Fist.3.

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, eine Wicke von Wundfäden, die länglichrund wie ein Fichtenzapfen, στρόβιλος, zusammengedreht ist, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στροβίλη: [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς σχῆμα ᾠοειδὲς ὡς κῶνος πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μοτός, ξαντό από λινάρι τυλιγμένος σε σχήμα ωοειδές σαν κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροβίλη -ης, ἡ [στρόβος] een gedraaid stuk linnen (rectaal ingebracht voor de behandeling van fistels). Hp.