στραγγουριώδης

From LSJ
Revision as of 23:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγουριώδης Medium diacritics: στραγγουριώδης Low diacritics: στραγγουριώδης Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: strangouriṓdēs Transliteration B: strangouriōdēs Transliteration C: straggouriodis Beta Code: straggouriw/dhs

English (LSJ)

ες,    A of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from it, ib.2.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ , 943, 947, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).