τερατουργός

From LSJ
Revision as of 08:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργός Medium diacritics: τερατουργός Low diacritics: τερατουργός Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: teratourgós Transliteration B: teratourgos Transliteration C: teratourgos Beta Code: teratourgo/s

English (LSJ)

ὁ,    A wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.

German (Pape)

[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό / τερατουργός, -όν, ΝΑ νεοελλ. αγύρτης, απατεώνας
αρχ.
αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, θαυματοποιός, μάγος
μσν.
(για τον θεό ως δημιουργό) επιτελώ έργα άξια θαυμασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].

Greek Monotonic

τερᾰτουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτουργός: ὁ чудотворец Diod., Plut., Luc.