τετραμηνιαῖος

From LSJ
Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμηνιαῖος Medium diacritics: τετραμηνιαῖος Low diacritics: τετραμηνιαίος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: tetramēniaîos Transliteration B: tetramēniaios Transliteration C: tetraminiaios Beta Code: tetramhniai=os

English (LSJ)

α, ον, = sq.,    A σπονδαί D.S.11.80; of the foetus, Gal.14.154.

German (Pape)

[Seite 1098] D. Sic. 11, 80, und τετράμηνος, von vier Monaten, vier Monate dauernd; Thuc. 5, 63; Pol. 18, 22, 5 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 549.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμηνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., σπονδαὶ Διόδ. 14. 80, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 949.

Greek Monolingual

-α, -ο / τετραμηνιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, -αία, -ον, Μ
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῑον
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο
αρχ.
(για έμβρυο) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος + κατάλ. -ιαίος / -αῖος].

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμηνιαῖος: Diod. = τετράμηνος.