τετραώνυμος

From LSJ
Revision as of 08:54, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰώνῠμος Medium diacritics: τετραώνυμος Low diacritics: τετραώνυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: tetraṓnymos Transliteration B: tetraōnymos Transliteration C: tetraonymos Beta Code: tetraw/numos

English (LSJ)

ον,    A having four names, of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2560.

Greek (Liddell-Scott)

τετραώνυμος: ἐπίθετον Σελήνης, ἡ ἔχουσα τέσσαρα ὀνόματα, Ὕμν. ἐν Miller Mél. de liter. gr. σελ. 453· ὡσαύτως παρὰ Πρισκιανῷ 580Ρ.

Spanish

que tiene cuatro nombres

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τη Σελήνη) αυτή που έχει τέσσερεις επωνυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τρι-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].