τιθηνεία
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Ion. τῐθην-είη, ἡ, A = τιθηνία, Opp.H.1.663(pl.).
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, = τιθηνία, Opp. Hal. 1, 663.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθηνεία: Ἰων. -είη, = τιθηνία, τοίῃσι τιθηνείῃσι μέμηλεν Ὀππ. Ἁλ. 1. 663.
Greek Monolingual
και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α
βλ. τιθηνία.