τράχυσμα

From LSJ
Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχυσμα Medium diacritics: τράχυσμα Low diacritics: τράχυσμα Capitals: ΤΡΑΧΥΣΜΑ
Transliteration A: tráchysma Transliteration B: trachysma Transliteration C: trachysma Beta Code: tra/xusma

English (LSJ)

Ion. τρήχ-, ατος, τό,    A a roughness, Hp.Epid.2.3.1, Ath.11.475b (both pl.); of roughnesses or perh. prickly pains in the skin, Archig. ap. Gal.8.91, cf. Gal.8.105.

German (Pape)

[Seite 1136] τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.

Greek (Liddell-Scott)

τράχυσμα: Ἰων. τρήχ-, τό, τραχύτης, τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και ιων. τ. τρήχυσμα Α τραχύνω
νεοελλ.
ανατ. τραχιά επιφάνεια οστού πάνω στην οποία προσφύονται μύες
αρχ.
τραχύτητα του δέρματος.