τριττύα

From LSJ
Revision as of 09:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριττύᾱ Medium diacritics: τριττύα Low diacritics: τριττύα Capitals: ΤΡΙΤΤΥΑ
Transliteration A: trittýa Transliteration B: trittya Transliteration C: trittya Beta Code: trittu/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,    A = τριττύς 11, Epich.187 (acc. to Eust., but he prob. wrote τρίκτοια like Sophr. infr.), Ister 34; acc. pl. τριττύας χρυσόκερως Porph.Abst.2.60; also τρικτεύα or τρίκτευα, IG22.1126.34 (Amphict. Delph., iv B. C.); τρίττοια βόαρχος χρυσόκερως ib.12.76.37, 845.6, cf. Theognost.Can.103; τρίττοα, IG12.5.5 (Eleusis, v B. C.); τρικτοι (sic cod. A Ath.) ἀλεξιφαρμάκων Sophr.3 (perh. τρίκτοι' ἀλ. rather than τρικτὺς ἀλ. as Schweigh., Kaibel): Hsch. also cites τρίκτειρα ( = θυσία Ἐνυαλίῳ, θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα).

Greek (Liddell-Scott)

τριττύᾱ: ἡ, = τριττὴς ΙΙ, «τριττύα λέγεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς θυσία ἐκ τριῶν ζῴων, οἷον δύο μήλων καὶ βοὸς ὡς Ἐπίχαρμος· ἢ βοός, αἰγὸς καὶ προβάτου· ἢ κάπρου, κριοῦ καὶ ταύρου» Φιλήμονος Λεξικ. Τεχνολογ. σελ. 168 Osann., πρβλ. Ἴστρον 34· οὕτω καὶ τρικτεύα (πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ τρικτύα), Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 34, ἴδε Böckh σ. 811· καὶ ὁ Achrens εἰς Σώφρονα (Ἀποσπ. 33) διορθοῖ τρικτύα ἀντὶ τρίκτοι· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ τρίκτειρα, (τρικτεῖρα Schm.)· «θυσία Ἐνυαλίῳ· θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα».

Greek Monolingual

και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α
θυσία τριών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε -α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ. γρφ. της λ., ενώ κατ' άλλη άποψη, πιο αβέβαιη, πρόκειται για αναλογικούς σχηματισμούς κατά τα επίθ. σε -οιος (πρβλ. όμ-οιος). Δυσερμήνευτοι, τέλος, παραμένουν τόσο ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. τρίκτειρα, όσο και ο τ. τρίκτευα ή τρικτεύα που μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰα (βλ. λ. κήυος)].