τρυγήσιμος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ον, A ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).