τυρόω
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
English (LSJ)
A make into cheese, curdle, in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70. 2 make a mess of (cf. τυρεύω 11), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch. II make or season with cheese, πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.
German (Pape)
[Seite 1165] 1) Käse machen, zu Käse machen, γάλα, pass. sich käsen, gerinnen. – 2) durch einander rühren, mengen, listig anstiften, wie τυρέω.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρόω: μεταβάλλω εἰς τυρόν, «πήζω», τὸ γάλα Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 86· πρβλ. Ἑβδ. Ἰὼβ Ι΄, 10). ― Παθητ., συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι, τυροῦται δέμας Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 101Α· μεταφορ., ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 70). 2) = τυρεύω ΙΙ. 2, τυροῦντες ἅπαντα Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β· «τυρωθέντα, ταραχθέντα» Ἡσύχ. ΙΙ. παρασκευάζω διὰ τυροῦ, πλακοῦντες τετυρωμένοι Ἀρτεμίδ. 1. 72.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. réduire en fromage ; p. anal. :
1 faire cailler, rendre épais comme du fromage ; Pass. ressembler à du fromage, fig. être durci, être endurci;
2 mêler, brouiller;
II. Pass. être saupoudré ou recouvert de fromage.
Étymologie: τυρός.