φιλεραστία

From LSJ
Revision as of 09:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεραστία Medium diacritics: φιλεραστία Low diacritics: φιλεραστία Capitals: ΦΙΛΕΡΑΣΤΙΑ
Transliteration A: philerastía Transliteration B: philerastia Transliteration C: filerastia Beta Code: filerasti/a

English (LSJ)

ἡ,    A devotion to a lover, Pl.Smp.213d, Aristaenet.1.18.

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, das Verliebtsein, die Neigung zu Liebschaften; Plat. Conv. 213 d; Aristaen. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεραστία: ἡ, ἡ ἀγάπη πρὸς ἐραστήν, ἡ πρὸς αὐτὸν ἀφοσίωσις, Πλάτ. Συμπ. 213D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
penchant à l’amour.
Étymologie: φιλεραστής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φιλέραστος
η αγάπη για τους έρωτες
αρχ.
η αγάπη για τον εραστή.

Greek Monotonic

φῐλεραστία: ἡ, αφοσίωση σε έναν εραστή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλεραστία: ἡ влюбчивость Plat., Arst.

Middle Liddell

φῐλεραστία, ἡ, [from φῐλεραστής]
devotion to a lover, Plat.