φιλήνωρ
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
A v. φιλάνωρ.
German (Pape)
[Seite 1277] ορος, dor. φιλάνωρ, = φίλανδρος; Aesch. u. Pind., s. oben; Col. 204; Mus. 267.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνωρ: ἴδε ἐν λέξ. φιλάνωρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui aime son mari ; conjugal.
Étymologie: φίλος, ἀνήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ Α
(επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνωρ: дор. φιλάνωρ, ορος (ᾱ) adj.
1) любящий людей (βιοτά Pind.);
2) любящий мужа: πόθος φ. Aesch. тоска по милому мужу: στίβοι φιλάνορες Aesch. память по милом некогда муже.