φρενοτέκτων

From LSJ
Revision as of 09:57, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοτέκτων Medium diacritics: φρενοτέκτων Low diacritics: φρενοτέκτων Capitals: ΦΡΕΝΟΤΕΚΤΩΝ
Transliteration A: phrenotéktōn Transliteration B: phrenotektōn Transliteration C: frenotekton Beta Code: frenote/ktwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A building with the mind, ingenious, Ar.Ra.820 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] ονος, mit dem Verstande aufbauend, bereitend, Ar. Ran. 820.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοτέκτων: -ον, ὁ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.
Étymologie: φρήν, τέκτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].

Greek Monotonic

φρενοτέκτων: -ον, αυτός που δημιουργεί με το μυαλό, ιδιοφυής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρενοτέκτων: 2, gen. ονος остроумный, изобретательный (ἀνήρ Arph.).

Middle Liddell

φρενο-τέκτων, ον,
building with the mind, ingenious, Ar.