φυλλόκομος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A thick-leaved, μῖλαξ Ar.Av.215 (anap.); μελία ib.742 (lyr.)
German (Pape)
[Seite 1315] mit Blättern behaart, dicht belaubt, Ar. Av. 217. 742.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλόκομος: -ον, πυκνόφυλλος, σμῖλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 215· μελία αὐτόθι 742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la chevelure de feuillage.
Étymologie: φύλλον, κόμη.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό-κομος, χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
φυλλόκομος: -ον (κόμη), πυκνόφυλλος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φυλλόκομος: покрытый листьями, густолиственный (σμῖλαξ Arph.).