χέλυδρος
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
ὁ, A amphibious serpent, Nic.Th.411. 2 a kind of tortoise, Sch.Lyc.340.
German (Pape)
[Seite 1348] ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.
Greek (Liddell-Scott)
χέλυδρος: ὁ, ἀμφίβιός τις ὄφις, Νικ. Θηρ. 411 κἑξ., Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 415. 2) εἶδος χελώνης, ὑδροχελώνη, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 340.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία της νεροχελώνας χελύδρα
αρχ.
1. είδος αμφίβιου φιδιού
2. είδος νεροχελώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ- του χέλυς «χελώνα» + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ-υδρος].