χαμαίπιτυς
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ῠος, ἡ, A ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Nic.Al.56, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158, Plin.HN24.29. 2 mountain germander, Teucrium montanum, Dsc. l. c., Plin. l.c. 3 herbivy, Ajuga Iva, Dsc. and Plin. ll.cc. 4 = ὑπερικόν, Dsc.3.154. 5 = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144:—hence χᾰμαιπῐτύϊνος οἶνος wine flavoured with one of these plants, Dsc.5.70.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίπῐτυς: -υος, ἡ, ἡ χαμαὶ φυομένη πίτυς, καλοῦνται δὲ οὕτω τρία εἴδη φυτῶν: 1) Aj…g ἢ Teucrium Iva, χρησιμεύουσα εἰς παρασκευὴν ἀμβλωθριδίου φαρμάκου. 2) μικρότερον εἶδος, T. chamaepitus. 3) T…ps udochamaepitus· - ἴδε Διοσκ. 3. 175, Πλίν. 24. 20· - χᾰμαιπῐτύϊνος οἶνος, παρεσκευασμένος διά τινος τῶν φυτῶν τούτων, Διοσκ. 5. 80.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
ive ou ivette, plante.
Étymologie: χαμαί, πίτυς.
Greek Monolingual
-ίτυος, ἡ, Α
ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πίτυς.