χαμαιστρωσία

From LSJ
Revision as of 10:18, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιστρωσία Medium diacritics: χαμαιστρωσία Low diacritics: χαμαιστρωσία Capitals: ΧΑΜΑΙΣΤΡΩΣΙΑ
Transliteration A: chamaistrōsía Transliteration B: chamaistrōsia Transliteration C: chamaistrosia Beta Code: xamaistrwsi/a

English (LSJ)

ἡ,    A a bed on the ground, Sch.S.Ph.33.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιστρωσία: ἡ, κοίτη ἣν ἡ γῆ ὑποστρώννυσι, δηλ. κοίτη ἐκ φύλλων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρῶμα κατὰ γῆς, «χαμαιστρωσία ἐκ φύλλων» Σχόλ. εἰς Σοφ Φιλ. 33 πρὸς ἑρμην. τοῦ στειπτῆ φυλλάς, Κ Μανασσ. Χρον. 6492· ὡσαύτως χαμαιστρωτία, Χριστ. Πάσχων 1852.

Greek Monolingual

και χαμαιστρωτία, ἡ, Μ χαμαίστρωτος
στρώμα που βρίσκεται καταγής.