χλοῦς
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
A v. χλόος.
German (Pape)
[Seite 1360] ὁ, zsgzgn statt χλόος.
Greek (Liddell-Scott)
χλοῦς: ὁ, συνῃρ. τοῦ χλόος, ὃ ἴδε, «χλοῦς, ἡ χλωρότης» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 596 «χλοῦς˙ ὠχρότης» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. χλόος.
Greek Monolingual
και ασυναίρ. τ. χλόος, ὁ, Α
1. (κατά τον Γαλ.) «χλοῡς
ἡ χλωρότης»
2. (κατά τον Ησύχ.) «χλοῡς
ὠχρότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. χλόη.