χαόω

From LSJ
Revision as of 10:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰόω Medium diacritics: χαόω Low diacritics: χαόω Capitals: ΧΑΟΩ
Transliteration A: chaóō Transliteration B: chaoō Transliteration C: chaoo Beta Code: xao/w

English (LSJ)

   A destroy utterly, swallow up, λέγων χαῶσαι αὐτόν Simp.in Epict.p.47 D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος Olymp. in Mete.143.5.

German (Pape)

[Seite 1335] = ἀπόλλυμι, Simplic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χαόω: καταστρέφω παντελῶς, λέξις τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ ἀπόλλυμι, Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ συχν. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς χάος, ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», οὔτε τις κτίσις τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.