χλωρότης
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ητος, ἡ, A greenness, ὕλης Plu.Flam.3; yellowness, χρυσίου LXX Ps.67(68).14; freshness, Sch.Opp.H.2.495. II pale colour, of gold mixed with silver, Plu.2.952c; pallor, νοσώδης χ. ib.395c.
German (Pape)
[Seite 1361] ητος, ἡ, 1) das Grünsein od. Grünen, bes. von Pflanzen, ὕλης Plut. Flam. 3. – 2) die blasse Farbe, die Blässe, Hippocr. – 3) das frische Aussehen, die Jugendlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χλωρότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ ἰδιότης, τὸ πράσινον χρῶμα, τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. ὠχρότης, αὐτόθι 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ότητος (ὁ) :
1 couleur d’un vert pâle ; p. ext. couleur blême, pâleur;
2 verdeur, fraîcheur, vigueur.
Étymologie: χλωρός.
Greek Monotonic
χλωρότης: -ητος, ἡ, πρασινάδα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χλωρότης: нестяж. χλοερότης, ητος ἡ
1) зеленый цвет, зелень (τῶν φυτῶν Arst.; τῆς ὕλης Plut.);
2) бледность (χ. νοσώδης Plut.);
3) свежесть (ἀνθέων Plut.).
Middle Liddell
χλωρότης, ητος, ἡ,
greenness, Plut.