χόδανος
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ὁ, A = ἕδρα, Hsch. (cf. χέζω).
German (Pape)
[Seite 1361] (von χέζω, κέχοδα), ὁ, der Steiß, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χόδᾰνος: ὁ, ἡ ἕδρα, ὁ πρωκτός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἕδρα, πρωκτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ- της ρίζας του ρ. χέζω, με επίθημα -ανος (πρβλ. στέφ-ανος), και αντιστοιχεί ως προς τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. upa-hadana- «κόπρος, περίττωμα»].