ἀδρύφακτος
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ον, A unfenced, ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου, Hsch.: metaph., ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, AB345.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδρύφακτος: -ον, ἄνευ πριβόλου, «ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἢ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον», Ἡσύχ.· - μεταφορ. = ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, Α. Β. 345.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene cerca, desprotegido Hsch.
2 fuera del tribunal quizá en el sent. que no ha tenido juicio Hsch.
3 fig. sin esfuerzo Phryn.PS Fr.86.