ἀκήδεια
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἡ, (κῆδος) A carelessness, indifference, in pl., Emp.136, A.R.2.219: sg., 3.260, Diog.Oen.24. II in pl., anguish, A.R. 3.298 (Sch. πολυκηδείαισι).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήδεια: ἡ, (ἀκηδής)· ἀμέλεια, ἀφροντισία, ἀδιαφορία, κατὰ πληθ. Ἐμπεδ. 441, Ἀπολλ. Ρόδ. 3, 298.
Greek Monolingual
ἀκήδεια, η (AM) ἀκηδής
αμέλεια, αδιαφορία
αρχ.
στον πληθ. αἰ ἀκήδειαι
φόβος, αγωνία.
Russian (Dvoretsky)
ἀκήδεια: ἡ беспечность, беззаботность Emped.