ἀκριβάζω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A = ἀκριβόω, Aq.Thd.Pr.8.27, cf. Ps.-Callisth.3.20 :— Pass., to be proud, LXX Si.46.15; censured by Poll.5.152.
German (Pape)
[Seite 81] = ἀκριβόω, LXX. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῑβάζω: ἀκριβόω, Ἑβδ.· κατακρίνεται ὑπὸ Πολυδ. 5. 152· ἀκρίβασμα, τό, ἀκριβασμός, ὁ, = ἀκρίβωμα, -ωσις, Ἑβδ.
Spanish (DGE)
1 examinar atentamente, escudriñar γῦρον Aq., Thd.Pr.8.27, cf. BGU 1846.9 (I a.C.)
•v. pas. ἐν πίστει αὐτοῦ ἠκριβάσθη προφήτης por su veracidad demostró ser un profeta LXX Si.46.15
•como marca en recipientes para medir grano ἀκριβάζοντος (marca) del que mide con exactitud e.e. del controlador o inspector de pesos y medidas, IGDS 111 (Acras, heleníst.).
2 v. med. ser exigente Dor.Ab.Ep.2.184.
Greek Monolingual
ἀκριβάζω (Α)
1. ἀκριβῶ
2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής.