ἀλογεύομαι
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
A speak casually, Cic.Att.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 108] unverständig sein, Cic. Att. 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογεύομαι: ἀποθ., = προσποιοῦμαι τὸν μωρόν, ἢ εἶμαι μωρός, ἄλογος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4, 3˙ ἀλλ. ἀλλογνοούμενα.
Spanish (DGE)
1 hablar sin pensar, sin darse cuenta ἐξ ὧν ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο de lo que profirió sin darse cuenta Cic.Att.118.3.
2 tener relaciones carnales con animales, CAnt.(314) Can.16, 17.
Greek Monolingual
(Α ἀλογεύομαι) ἄλογος
1. είμαι παράλογος, μιλώ παράλογα
2. προσποιούμαι τον παράλογο
3. (Εκκλ.) ἄλογον λέγεται για την παρά φύση ασέλγεια και την κτηνοβασία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογεύομαι: говорить вздор: ἃ ἀλογευόμενος παρεφθέγγετο Cic. вздор, который он нагородил.