ἀνακραυγάζω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A cry aloud, Arr.Epict.2.19.15.
German (Pape)
[Seite 193] aufschreien, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακραυγάζω: μέλλ. -άσω, κράζω ἰσχυρῶς, Α. Β. 396.
Spanish (DGE)
gritar Arr.Epict.2.19.15, Vit.Aesop.G 16, Chrys.M.63.133, Gel.Cyz.HE 2.22.17.
Greek Monolingual
(Α ἀνακραυγάζω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κραυγάζω < κραυγή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακραύγασμα.