ἀναπόλαυστος

From LSJ
Revision as of 13:09, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόλαυστος Medium diacritics: ἀναπόλαυστος Low diacritics: αναπόλαυστος Capitals: ΑΝΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anapólaustos Transliteration B: anapolaustos Transliteration C: anapolafstos Beta Code: a)napo/laustos

English (LSJ)

ον,    A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f.    2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: ἀ, ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser disfrutado (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.
2 que no disfruta Phld.Mort.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόλαυστος, -ον) ἀπολαύω
1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει κανείς
2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόλαυστος: бесполезный (ἀ. καὶ ἀνωφελής Plut.).