ἀνεπιχείρητος

From LSJ
Revision as of 13:44, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιχείρητος Medium diacritics: ἀνεπιχείρητος Low diacritics: ανεπιχείρητος Capitals: ΑΝΕΠΙΧΕΙΡΗΤΟΣ
Transliteration A: anepicheírētos Transliteration B: anepicheirētos Transliteration C: anepicheiritos Beta Code: a)nepixei/rhtos

English (LSJ)

ον,    A unassailable, Plu.Caes.25; = ἀνεπιβούλευτος, Hsch.    2 unattempted, Plu.2.1075d.

German (Pape)

[Seite 225] nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιχείρητος: -ον, ἀπρόσβλητος, ἀπροσμάχητος, Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non entrepris;
2 inattaquable.
Étymologie: ἀ, ἐπιχειρέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido intentado τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas Plu.2.1075d
inalterado, intacto φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα IGR 4.661.17 (Acmonia I d.C.)
no expuesto a ataques Hsch.
2 imposible ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes Plu.Caes.25.

Greek Monolingual

ἀνεπιχείρητος, -ον (AM)
μσν.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί
2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιχείρητος:
1) неприступный, неодолимый (τινι Plut.);
2) не предпринятый, не начатый (ἄρρητος καὶ ἀ. Plut.).