ἀντεμβαίνω
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
A fit into each other, of hinge-joints (γίγγλυμοι), Gal. 2.737:—alsoἀντέμ-βᾰσις, εως, ἡ, ibid.
German (Pape)
[Seite 246] (s. βαίνω), dagegen hineingehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεμβαίνω: ἐμβαίνω ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ αὐτοῦ σ. 452, ἔκδ. Franz.)· ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὁμοίως καὶ τὰ οὐσιαστ. ἀντέμβασις καὶ ἀντεμβολή, ἡ.
Spanish (DGE)
encajar ὀστῶν ἀντεμβαινόντων Gal.2.737.
Greek Monolingual
ἀντεμβαίνω (Α)
ταιριάζω, προσαρμόζομαι (αναφέρεται σε αρμούς, συνδέσμους, αρθρώσεις).