ἀπαιώρημα

From LSJ
Revision as of 14:26, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιώρημα Medium diacritics: ἀπαιώρημα Low diacritics: απαιώρημα Capitals: ΑΠΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: apaiṓrēma Transliteration B: apaiōrēma Transliteration C: apaiorima Beta Code: a)paiw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A holder for splints in surgical apparatus, Hp.Fract.30.

German (Pape)

[Seite 275] τό, das Herabhangende, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιώρημα: -ατος, τό, χειρουργικὴ ταινία κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους ὅπως βαστάζῃ μέλος τοῦ σώματος τεθλασμένον, ἀρτάνη, Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ κρέμασμα, κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. soporte de las varillas para entablillar una fractura, Hp.Fract.30
en gener. ἑτέρου τινός Dam.Pr.100.

Greek Monolingual

ἀπαιώρημα, το (Α)
ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα.