ἀπελευθερικός

From LSJ
Revision as of 14:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελευθερικός Medium diacritics: ἀπελευθερικός Low diacritics: απελευθερικός Capitals: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: apeleutherikós Transliteration B: apeleutherikos Transliteration C: apeleftherikos Beta Code: a)peleuqeriko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A in the condition of a freedman, ἄνθρωπος Plu.Sull.1, Cic.7; γυνή PGnom.83 (ii A.D.); γένος Str.8.6.23.    II relating to freedmen, νόμοι D.ap.Poll.3.83.

German (Pape)

[Seite 286] = folgdm, Plut. Syll. 1 Cic. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθερικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 1, Κικ. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’affranchi, fils d’affranchi.
Étymologie: ἀπελεύθερος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 liberto, ἄνθρωπος Plu.Cic.7, Sull.1, γυνή PGnom.28, 29 (II d.C.), γένος Str.8.6.23.
2 relativo a los libertos νόμοι D. en Poll.3.83, ἀπέλυσεν τῶν ἀ. δικαίων SIG 1211.3, cf. SEG 26.691.3 (Tesalia).

Greek Monolingual

ἀπελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθἐρων
2. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους.

Greek Monotonic

ἀπελευθερικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στην τάξη των απελευθέρων, δηλ. των δούλων που έχουν απελευθερωθεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελευθερικός: (лат. libertinus) вольноотпущенный или происходящий от вольноотпущенника (ἄνθρωπος Plut.).

Middle Liddell

[from ἀπελεύθερος
in the condition of a freedman, Plut.