ἀποπετάννυμι
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A spread out, τρίβωνα D.L.6.77:—also ἀποπετάζω, Aq.Ex.5.4,al.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πετάννυμι), auseinander breiten, Diog. L. 6, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπετάννυμι: ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
Spanish (DGE)
extender τὸν τρίβωνα D.L.6.77.
Greek Monolingual
ἀποπετάννυμι κ. άποπετάζω (Α)
ανοίγω, σηκώνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπετάννῡμι: распахивать одежду Diog. L.