ἀπότιλμα

From LSJ
Revision as of 15:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότιλμα Medium diacritics: ἀπότιλμα Low diacritics: απότιλμα Capitals: ΑΠΟΤΙΛΜΑ
Transliteration A: apótilma Transliteration B: apotilma Transliteration C: apotilma Beta Code: a)po/tilma

English (LSJ)

ατος, τό,    A piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.

Greek Monolingual

ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).

Greek Monotonic

ἀπότιλμα: -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότιλμα: ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.).

Middle Liddell

[from ἀποτίλλω
a piece plucked off, Theocr.