ἀρτηρίασις
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
εως, ἡ, A bronchitis, Isid.Etym.4.7.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. afección de la tráquea de la ronquera, Isid.Etym.4.7.14.
Greek Monolingual
ἀρτηρίασις, η (Μ)
η βρογχίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηριώ (-άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)].