ἀϊκή
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ᾱῑ], ἡ, (ἀΐσσω) A rapid motion, flight, τόξων ἀϊκαί Il.15.709; ἐρετμῶν Opp.H.4.651.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
élan, essor impétueux.
Étymologie: ἀΐσσω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀει- Hsch.
• Prosodia: [ᾱῑ-]
lanzamiento, disparo τόξων ἀϊκάς Il.15.709, interpr. por los gram. antiguos como τὰς φορὰς καὶ τὰς ὁρμάς Apollon.Lex.151.
• Etimología: Cf. ᾄσσω.
Greek Monotonic
ἀϊκή: [ᾱῑ], ἡ (ἀΐσσω), ορμητική κίνηση, βιασύνη, ώθηση, ορμή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊκή: (ᾱῑ) ἡ напор, натиск: τόξων ἀ. καὶ ἀκόντων Hom. град стрел и копий.