ᾄσσω
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
Att. contr. for ἀΐσσω.
Middle Liddell
[Root αικ]
I. to move with a quick shooting motion, to shoot, dart, glance, Lat. impetu ferri, Il., etc.; so in aor. mid., ἀΐξασθαι, and aor. pass. ἀϊχθῆναι Il.; κόμη δι' αὔρας ἀίσσεται floats on the breeze, Soph.
2. to turn eagerly, be eager, εἴς τι Eur.
II. trans. to put in motion, Eur.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ép. ἀΐσσω; át. ᾄττω, ἄττω
• Prosodia: [ᾱ en Homero y Pi., ᾰ en lír. y trág. excepto E.Tr.1086]
• Morfología: [aor. ind. act. ἄϊξα B.10.23, imperat. iter. ἀΐξασκον Il.23.369]
I intr.
1 en v. act. salir disparado, lanzarse de pers. c. dat. instrum. ἔγχει Il.11.484, φασγάνῳ Il.8.88, ἵπποις Il.17.460, c. inf. ἤϊξεν ... πέτεσθαι Il.21.247, c. rég. prep. ἐπὶ τοὺς οἰκέτας ᾖξαν D.47.53, ἤϊξε ... πρὸς οὐρανόν de una paloma Il.23.868, cf. Alex.Aphr.in Metaph.299.10, Herod.7.88, de dardos ἐκ χειρῶν ἤϊξαν Il.5.657, cf. Nonn.D.15.82, c. ac. direcc. ἤϊξαν πεδίονδε Od.15.183, ἀΐσσων ... οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.215, c. ac. int. κέλευθον A.Pr.837, ᾖξαν δράμημα E.Ph.1379, fig. c. rég. prep. οὐδ' ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; ¿no has hecho ningún esfuerzo por encontrar tu origen? E.Io 328, ἐπὶ τὰ Νικοστράτου ᾄξαντες Is.4.10, ᾄττεις ἄρα πρὸς τὰ πολιτικά te lanzas a la política Pl.Alc.1.118b, c. inf. εἰπεῖν Pl.Lg.709a, forma act. c. constr. pas. πνευμάτων ὕπο ... ἀίσσω me veo empujado por los vientos E.Supp.962
•en v. med.-pas. lanzarse ἀντίον ἀΐξασθαι Il.22.195, cf. 5.854
•ἐκ ... χειρῶν ἡνία ἠΐχθησαν se les escaparon las riendas de las manos, Il.16.404
•abs. moverse aguadamente σκιαί Od.10.495.
2 salir hacia arriba, remontarse del humo Il.10.99, de los carros ἀΐξασκε μετήορα Il.23.369, αὐγή Il.18.212
•de pers. c. dat. instrum. levantarse τοῖσιν (σκήπτροις) ... ἤϊσσον de los heraldos Il.18.506.
3 salir, brotar de un árbol, Pi.N.8.40, c. dif. determ. fig. διά μου κεφαλῆς ᾄσσουσ' ὀδύναι E.Hipp.1351, de las venas, Hp.Epid.2.4.1, cf. Morb.4.54.6, tb. en v. med. τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀίσσοντο cien brazos salían agitadamente de sus hombros Hes.Th.150, 671, ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται Emp.B 29
•de crines o cabelleras abrirse en abanico ἀμφὶ δὲ χαῖται ὤμοις ἀΐσσονται Il.6.510, κόμη ... ᾄσσεται S.OC 1261
•fig. del pensamiento ὡς ... ἀΐξῃ νόος ἀνέρος como surge de un hombre el pensamiento, Il.15.80.
II tr. agitar, remover χέρα S.Ai.40, αὔραν E.Or.1430.
Mantoulidis Etymological
ἀΐσσω ἤ ᾄσσω (=ὁρμῶ, ἐπιδιώκω κάτι). Ἀπό ρίζα αικ-. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα ἴσως νά προέρχονται καί οἱ λέξεις: αἴξ, αἴγαγρος, αἴγειρος, αἰγιαλός, αἰγίοχος, αἴγλη, αἰγόκερως, αἰγυπιός, αἰχμή, αἰχμάλωτος, αἰχμαλωτίζω, αἰχμαλωσία, αἰόλος.
English (Slater)
ἀίσσω, (ᾀσσω)
a rise up αὔξεται δ' ἀρετά, χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον ᾄσσει, ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (Boeckh: ἀίσσει σοφοῖς codd.; verba ᾄσσει, αὔξεται suspecta: F. Vogt in locum αὔξεται transposuit ἀίσσει e fine versus, ubi lacunam statuit, plaudente nunc Snell.) (N. 8.40)
b rush ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[σε fr. 33a.