ἐθελοντί

Revision as of 17:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A = ἐθελοντηδόν, Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.

German (Pape)

[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.

French (Bailly abrégé)

adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.

Spanish (DGE)

adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.

Greek Monolingual

(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].

Greek Monotonic

ἐθελοντί: επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοντί: Thuc., Diod. = ἐθελοντηδόν.

Middle Liddell

= ἐθελοντηδόν, Thuc.]

English (Woodhouse)

as a volunteer