ἐμπύρευμα

From LSJ
Revision as of 18:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπύρευμα Medium diacritics: ἐμπύρευμα Low diacritics: εμπύρευμα Capitals: ΕΜΠΥΡΕΥΜΑ
Transliteration A: empýreuma Transliteration B: empyreuma Transliteration C: empyrevma Beta Code: e)mpu/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,    A a live coal covered with ashes, so as to allow of the fire being rekindled (λείψανον, Hsch.; ἔναυσμα, Suid.), Arist.Frr.225,226, Gal.11.629: metaph., Ph.2.59, al., Longus 1.29; ἀρετῆς Jul.ad Ath.269d: pl., ζωῆς ἐ. embers, hidden sparks, Simp.in Cael.677.11.

German (Pape)

[Seite 818] τό, Anzündung, Suid. σπέρμα πυρός, etwa Kohlen, die unter der Asche glimmend erhalten werden, um daran wieder Feuer anzuzünden; gew. übertr., Longus 1, 29 u. a. Sp. Nach Hesych. auch λείψανον, Ueberbleibsel übh.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύρευμα: τό, ἀνημμένοι ἄνθρακες κεκαλυμμένοι διὰ τέφρας, «παραχωμένη φωτιά», ὅπως χρησιμεύσῃ νὰ ἀναφθῇ ἐκ νέου πῦρ, κοινῶς προσάναμμα («λείψανον» καθ’ Ἡσύχ.: - «ἔναυσμα, σπέρμα πυρὸς» κατὰ Σουΐδ.), Ἀριστ. Ἀποσπ. 216, 217: μεταφ., Λόγγ. 1. 29, Συνέσ. 31C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
rescoldo, brasa ἐγκαταλείπεται γὰρ αὐτοῖς οἷον ἐ. τι Arist.Fr.225, τὸ ἐκ τῆς ἡλιακῆς θερμασίας οἷον ἐ. τι Arist.Fr.226, cf. Gal.11.629, Sud.
fig. ὑγείας σπέρμα, ὥσπερ ἐ. πάσαις ἐπιμελείαις ζωπυρητέον Chrysipp.Stoic.3.162.15, ἡ φιλοσοφία ἐκ τῆς θείας γραφῆς τὸ ἐ. λαβοῦσα Clem.Al.Strom.6.16.149, c. gen. abstr. ἡ καρδία τὸ ἐ. τῆς ζωῆς εἶχεν ἐγκείμενον τῷ βάθει Democr.B 1, cf. Gr.Nyss.Eun.3.3.68, τι καλοκαγαθίας ἐ. Ph.2.59, τῆς ἄρρενος γενεᾶς Ph.2.306, σοφίας Ph.2.279, ἔρωτος Longus 1.29.1, τῆς τῶν προγόνων ἀρετῆς Iul.ad Ath.269d, cf. Gr.Naz.M.35.568A, Simp.in Cael.677.11.

Greek Monolingual

το (AM ἐμπύρευμα)
νεοελλ.
μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως της εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική ύλη, κν. καψούλι
αρχ.-μσν.
1. αναμμένο κάρβουνο σκεπασμένο με στάχτη, υπόλειμμα φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και πάλι φωτιά, κν. προσάναμμα
2. μτφ. παρόρμηση, έναυσμα («ὀλίγον ἐκ τοῡ πρότερον ἔρωτος ἐμπύρευμα λαβών», Ευστάθ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμπύρευμα: ατος (ῠ) τό огонь под пеплом, тлеющий жар Arst.