ἔναυσμα
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐναύω A)
A spark: metaph., Max.Tyr.11.8; ζῳοῖσιν ἔ. that which gives life to animals, Orph.H.11.16; ἡ φύσις τοῖς σώμασιν ἐντίθησιν τῆς οἰκείας ἰδιότητος ἔ. Procl.in Cra.p.30P., cf. Iamb.Protr. 21.ιζ.
2 metaph., spark, glimmer, Plb.9.28.8, Plu.Flam.11 (Pl.); ἐναύσματα εὐγενείας Ph.2.437: pl., slight indications of a testator's wishes, Just.Nov.107 Pr.
3 stimulus, incentive, τῶν ἀρετῶν ἐ. D.S. 10 Fr.11.2 (pl.); τοιαῦτα ἔχων ἐ. ἐς βασιλείας ἐπιθυμίαν Hdn.2.15.2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 chispa, rescoldo, fig. vestigio, rastro c. gen. τι τῆς Ἑλλάδος ἔ. καταλείπεσθαι περὶ τὴν Θηβαίων πόλιν Plb.9.28.8, παλαιοῦ γένους Plu.Flam.11, cf. Ph.2.437, ἐναύσματα τινα τοῦ λόγου τοῦ θείου λαβόντες Ἕλληνες Clem.Al.Prot.7.74, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.37.1, οὐδὲ τὸ τυχὸν ἔ. ἄξιόν τι τῆς ἀληθείας ἐξεῖπον y no dijeron nada que tuviera ni rastro de verdad Thphl.Ant.Autol.2.12.
2 chispa, llama original, fig. principio c. dat. πᾶσιν ζωοῖσιν Orph.H.5.3, cf. Procl.in Cra.p.30, μικρά τινα ἐναύσματα παρὰ τῆς φύσεως λαμβάνουσα Iambl.Protr.21.ιζʹ.
3 señal, indicación de la voluntad de un testador, Iust.Nou.107 proem.
4 incentivo, estímulo τῶν ἄλλων ἀρετῶν D.S.10.11, τοιαῦτα ἔχων ἐναύσματα ἐς βασιλείας ἐπιθυμίαν Hdn.2.15.2, τῷ βίῳ Max.Tyr.5.8, σωτήριον ἔ. ... τῇ θνητῇ φύσει Iambl.VP 30, εἰσῆλθεν ... ἔχων ἐναύσματα τῆς περὶ τὸ καλὸν σπουδῆς llegó con el acicate de la afición a lo bello Arr.Epict.4.11.30, ἀγάπης Clem.Al.Paed.2.1.7.
German (Pape)
[Seite 831] τό, das Angezündete, Alles womit man Feuer anzündet, Zunder u. glimmende Asche, die zur Anzündung aufbewahrt wird, übertr. – a) Anregung, ἔναυσμα ἔχειν εἰς βασιλείας ἐπιθυμίαν Hdn. 2, 15, 3. – b) Überbleibsel, Rest; Pol. 9, 28, 8 Plut. Flamin. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qui sert à allumer, étincelle ; fig. ce qui donne la vie ; particul. reste de feu, étincelle;
2 fig. excitant, stimulant.
Étymologie: ἐναύω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἔναυσμα: ατος τό
1 досл. тлеющий жар, искра, перен. остаток, след (βραχύ τι τῆς Ἑλλάδος ἔ. Polyb.; ἐναύσματα μικρὰ τοῦ παλαιοῦ γένους Plut.);
2 возбуждающее начало, побудитель (τῶν ἀρετῶν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔναυσμα: τό, (ἐναύω) = ἐμπύρευμα, σπινθὴρ ζωῆς, πᾶσιν ζωοῖσιν ἔναυσμα Ὀρφ. Ὕμν. 5. 3. 2) ὑπέκκαυμα, λείψανον πυρός, μεταφ., Πολύβ. 9. 28, 8, Πλουτ. Φλαμ. 11· λόγου Κλήμ. Ἀλ. 64. 3) τὸ διεγεῖρον πρός τι, τοιαῦτα ἔχων ἐναύσματα εἰς βασιλείας ἐπιθυμίαν Ἡρῳδιαν. 2. 15· τῶν ἀρετῶν ἐναύσματα Διόδ. Ἀποσπ. 556. 84.
Greek Monolingual
το (Α ἔναυσμα)
1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα
2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση
3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση του πυρός που έχει ήδη μεταδοθεί, το εμπύρευμα
αρχ.
υπόλειμμα φωτιάς, σπινθήρας.
Greek Monotonic
ἔναυσμα: -ατος, τό (ἐναύω), σπίθα, υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι φωτιάς, σε Πλούτ.