ἐναγωγή
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἡ, A prosecution, suit, claim, Sammelb.5357.13 (V A. D.), Cod.Just. 3.10.2, etc.
German (Pape)
[Seite 824] ἡ, Vorladung vor Gericht, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγωγή: ἡ, ἀγωγή, κατηγορία ἐνώπιον δικαστηρίου, Λιβάν. 4. 1127.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
acusación ἡ ἐ. ἣν ἐπιφέρει ἡμῖν Εὐσέβιος CChalc.(451) Act.2.36, cf. 37, POxy.3758.66 (IV d.C.), SB 5357.12 (V/VI d.C.), 5309.5 (biz.), Tib.II Nou.126, Iust.Nou.8.9, Cod.Iust.3.10.2, δέχεσθαί τε ἐναγωγὰς ὑπὸ τῶν ἰδίων κτισμάτων aceptar las acusaciones de sus propias criaturas de Jesucristo, Cosm.Ind.Top.5.127.
Greek Monolingual
η (AM ἐναγωγή)
κλήση στο δικαστήριο, μήνυση, αγωγή, καταγγελία, δίωξη.