ἐννεσία
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: ἐννεσία | Medium diacritics: ἐννεσία | Low diacritics: εννεσία | Capitals: ΕΝΝΕΣΙΑ |
Transliteration A: ennesía | Transliteration B: ennesia | Transliteration C: ennesia | Beta Code: e)nnesi/a |
ἡ, A v. ἐνεσία.
ἐννεσία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἐνεσία.
ἐννεσία, η (Α)
επικ. τ. αντί ενεσία
προτροπή, υπόδειξη, συμβουλή, εισήγηση («κείνης ἐννεσίῃσι» — με τις προτροπές εκείνης, Ομ. Ιλ.).
ἐννεσία: ἡ, Επικ. αντί ἐνεσία.