ἐπηγορία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A accusation, blame, D.C.55.18,al., Them.Or.11.152b; cj. in Pi.Fr. 122.
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, Beschuldigung, Anklage, D. Cass. 55, 18 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηγορία: ἡ, μομφή, ὡς τὸ κατηγορία, Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. τύπος ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = προσηγορία, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἐπηγορία, η (AM) επηγορεύω
ονομασία, προσηγορία
αρχ.
κατηγορία, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση του κατηγορία.