ἐπιφήμισμα
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
ατος, τό, A word of ominous import : of ill omen, Th. 7.75 ; of good omen, J.AJ17.5.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1000] τό, ein Zuruf, Ausruf, der eine Vorbedeutung für die Zukunft enthält, ἀντὶ δ' εὐχῆς καὶ παιάνων, μεθ' ὧν ἐξέπλεον, πάλιν τούτων τοῖς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾶσθαι Thuc. 7, 75, mit Unglück bedeutenden Aeußerungen, Hesych. erkl. οἰώνισμα. Auch Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφήμισμα: τό, οἰώνισμα· ἐπὶ κακοῦ οἰωνοῦ, Θουκ. 7. 75· ἐπὶ ἀγαθοῦ οἰωνίσματος, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 7. 5, 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri de mauvais augure.
Étymologie: ἐπιφημίζω.
Greek Monolingual
ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) επιφημίζω
λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπιφήμισμα: -ατος, τό, προοιώνισμα, λέξη προμαντέματος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφήμισμα: ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.
Middle Liddell
ἐπιφήμισμα, ατος, τό, [from ἐπιφημίζω
a word of ominous import, Thuc.